65 εκατομμύρια έτη φωτός μακριά από τη Γη υπάρχει ένας γαλαξίας χωρίς σκοτεινή ύλη — το μυστηριώδες υλικό που δεν μπορούμε να δούμε αλλά διαπερνά το Διάστημα. Αντιθέτως, ο γαλαξίας αποτελείται από τη “κλασική” ύλη που αποτελεί δομικό υλικό για τα αστέρια, τους πλανήτες και τη σκόνη. Για αυτό το λόγο, ο συγκεκριμένος γαλαξίας είναι ένα σπάνιο εύρημα και η ανακάλυψή του ανοίγει νέες θεωρίες για το πως κατανέμεται η σκοτεινή ύλη στο σύμπαν.
Κανείς δεν γνωρίζει τι είναι η σκοτεινή ύλη. Όπως υποδηλώνει το όνομά του, το υλικό αυτό δεν εκπέμπει φως και για αυτό δεν το έχουμε δει ποτέ. Οι επιστήμονες γνωρίζουν ότι υπάρχει εκεί έξω χάρη στις παρατηρήσεις τους σχετικά με τη κίνηση των γαλαξιών και των αστεριών. Αν και δεν γνωρίζουμε πολλά για αυτήν, ξέρουμε ότι υπάρχει ανάμεσα στα αστέρια και τους γαλαξίες μας — και εφόσον υπάρχει μεγάλο κενό ανάμεσα σε αυτά τα σώματα, υπάρχει πολλή ύλη. Υπολογίζεται ότι το σύμπαν αποτελείται από 27% σκοτεινή ύλη και 5% από τη “κανονική.”
Ο γαλαξίας που ανακάλυψαν έχει τη κωδική ονομασία NGC 1052–DF2 και έχει παρόμοιες διαστάσεις με τον Milky Way, τον δικό μας γαλαξία. Παρότι φαίνονται παρόμοιοι, ο NGC 1052–DF2 έχει 200 φορές λιγότερα αστέρια, τα αστέρια βρίσκονται σε συστάδες οι οποίες είναι μακριά η μία από την άλλη και η σκοτεινή ύλη είναι 400 φορές λιγότερη απ’ ότι περίμεναν να βρουν οι ερευνητές σε έναν γαλαξία αυτού του μεγέθους. Αυτό σημαίνει ότι έχει πολύ λίγη σκοτεινή ύλη ή και καθόλου.
Η ανακάλυψη του NGC 1052–DF2 δημιουργεί νέα ερωτήματα για τη σκοτεινή ύλη και τη δημιουργία των γαλαξιών. Πως δημιουργήθηκε ο NGC 1052–DF2 και έχει ελάχιστη ή καθόλου σκοτεινή ύλη; Πόσοι ακόμα γαλαξίες υπάρχουν χωρίς σκοτεινή ύλη; Υπάρχει κάποιος περιορισμός για το πόση σκοτεινή ύλη μπορεί να έχει ένας γαλαξίας;
Ο Pieter van Dokkum, ο καθηγητής αστρονομίας και φυσικής του Πανεπιστημίου Yale που έκανε την ανακάλυψη δήλωσε ότι ο γαλαξίας μπορεί να δημιουργήθηκε από ένα μεγάλο σύννεφο αερίων που δεν είχε πολλή σκοτεινή ύλη τριγύρω του. Αυτός και η ομάδα του θα συνεχίσουν να μελετάνε τον NGC 1052–DF2 μέσω του Διαστημικού Τηλεσκόπιου Χαμπλ για να λάβουν περισσότερα στοιχεία και ίσως απαντήσουν στις παραπάνω ερωτήσεις.
Η ανακάλυψη δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Nature.