Νέα μελέτη αμερικανών ειδικών υποστηρίζει ότι η συχνή αποστολή γραπτών μηνυμάτων συνδέεται με προβλήματα ύπνου.
Σύμφωνα με τους ειδικούς του Πανεπιστημίου Ουάσιγκτον Λι, πίσω από αυτό το «παρεπόμενο» ενδεχομένως να κρύβεται η πίεση που αισθάνονται οι κάτοχοι κινητών τηλεφώνων ως προς την ταχύτητα της απάντησής τους, ανεξάρτητα από την ώρα της ημέρας. Πολύ σημαντικό ρόλο πιστεύουν ακόμη ότι παίζει το αν η συσκευή βρίσκεται δίπλα στο κρεβάτι.
Στο πλαίσιο της μελέτης τους οι ερευνητές μελέτησαν τις συνήθειες πρωτοετών του πανεπιστημίου. Είδαν λοιπόν ότι οι φοιτητές που έτειναν να επικοινωνούν περισσότερο μέσω γραπτών μηνυμάτων έκαναν χειρότερο ύπνο συγκριτικά με τους υπολοίπους, ενώ εμφάνιζαν και μεγαλύτερα επίπεδα στρες ως προς τις φιλικές σχέσεις τους.
Οι ειδικοί ζήτησαν από τους φοιτητές να αξιολογήσουν τη συναισθηματική τους κατάσταση και τα προβλήματα ύπνου τους, αν είχαν. Τους ζήτησαν ακόμη να δηλώσουν τον μέσο αριθμό μηνυμάτων που έστελναν και λάμβαναν κατά τη διάρκεια της ημέρας. Για την αξιολόγηση της ποιότητας του ύπνου των συμμετεχόντων οι ερευνητές χρησιμοποίησαν την κλίμακα Πίτσμπουργκ – δείκτης ποιότητας ύπνου ο οποίος λαμβάνει υπόψη τη διάρκεια του ύπνου, τον χρόνο που απαιτείται ώσπου να αποκοιμηθεί κάποιος, τον πραγματικό χρόνο ύπνου, τον χρόνο παραμονής στο κρεβάτι, τις νυχτερινές ενοχλήσεις και την υπνηλία κατά τη διάρκεια της ημέρας.
Από τα αποτελέσματα της αξιολόγησης φάνηκε ότι όσο μεγαλύτερος ήταν ο αριθμός των SMS που έστελνε κάποιος τόσο μεγαλύτερες ήταν οι πιθανότητες να αντιμετωπίζει προβλήματα με τον ύπνο του.
Το μήνυμα των ειδικών
Η επικεφαλής της μελέτης δρ Κάρλα Μέρντοκ υπογραμμίζει ότι τα συγκεκριμένα ευρήματα ενισχύουν τα αποτελέσματα προηγούμενων μελετών τα οποία υποδείκνυαν άμεσο συσχετισμό ανάμεσα στην υπερβολική χρήση κινητών τηλεφώνων και στον κακό ύπνο σε εφήβους και ενηλίκους.
«Τα νέα ευρήματα αποκαλύπτουν ότι η υπερβολική αποστολή γραπτών μηνυμάτων θα μπορούσε να αποτελεί πρόβλημα σε εποχές όπου το στρες χτυπάει κόκκινο» αναφέρει η δρ Μέρντοκ.
«Θα μπορούσαμε ακόμη να πούμε ότι τα γραπτά μηνύματα αποτελούν λανθασμένο τρόπο επικοινωνίας καθώς δεν οδηγούν στη συναισθηματική αποφόρτιση και στην αντιμετώπιση του στρες που δημιουργείται στις στενές κοινωνικές σχέσεις μας» προσθέτει η ειδικός. Τονίζει ότι μέσω των SMS ο παραλήπτης δεν είναι σε θέση να «διαβάζει» τη γλώσσα του σώματος του αποστολέα, όπως θα συνέβαινε δηλαδή στην κατ’ ιδίαν επικοινωνία. Η ίδια θεωρεί ότι εξαιτίας περικοπών και συντομογραφιών λέξεων τα γραπτά μηνύματα αδυνατούν να μεταδώσουν τον συγκινησιακό πλούτο της επικοινωνίας, ιδιαίτερα στην περίπτωση συζήτησης προσωπικών και ευαίσθητων θεμάτων.
«Κατά την αποστολή γραπτών μηνυμάτων υπό συνθήκες στρες γίνονται πολλές φορές παρεξηγήσεις ή πραγματοποιείται επικοινωνία χωρίς αποτέλεσμα» καταλήγει η δρ Μέρντοκ.
[πηγή]